Λουγκάνο

Λουγκάνο
(γαλλ. και ιταλ. Lugano, γερμ. Lauis). Πόλη (28.661 κάτ. το 2002) της νότιας Ελβετίας, στο καντόνι Τιτσίνο. Η πόλη βρίσκεται χτισμένη σε μία τοποθεσία ιδιαίτερου κάλλους, σε έναν ευρύ όρμο της δυτικής όχθης της ομώνυμης λίμνης, μεταξύ των ορέων Μπρε (925 μ.) προς τα Α και Σαν Σαλβατόρε (912 μ.) προς τα Ν. Η πόλη, που στη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων υπήρξε αντικείμενο έντονων διαμαχών ανάμεσα στις ιταλικές πόλεις Κόμο και Μιλάνο, περιήλθε τον 16o αι. στην Ελβετία. Οι φυσικές ομορφιές της περιοχής, το υγιεινό κλίμα της και οι παρεχόμενες τουριστικές ανέσεις έχουν καταστήσει την πόλη τουριστικό κέντρο, καθώς και κέντρο παραθερισμού και χειμερινών σπορ παγκόσμιας φήμης. Αποτελεί επίσης σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο στη γραμμή του Αγίου Γοτθάρδου και έδρα ορισμένων βιομηχανιών ειδών διατροφής και ένδυσης. Η πόλη διαθέτει μουσείο καλών τεχνών (πινακοθήκη έπαυλης Φαβορίτα) και δημοτικά μουσεία, που στεγάζονται στη νεοκλασικού ρυθμού έπαυλη Τσάνι. Ανάμεσα στα μνημεία της συγκαταλέγονται η εκκλησία της Παναγίας των Αγγέλων (16ου αι.) και ο καθεδρικός ναός, που χτίστηκε τον 13o αι. αλλά επισκευάστηκε και δέχτηκε πολλές προσθήκες στη συνέχεια. Πανοραμική άποψη της ελβετικής πόλης Λουγκάνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λουγκάνο, λίμνη του- — (Lago di Lugano). Λιμναία λεκάνη (50,5 τ. χλμ.) στις νότιες πλαγιές των Άλπεων, μεταξύ των λιμνών Ματζόρε στα Δ και Κόμο στα Α, στα σύνορα Ελβετίας και Ιταλίας. Η λεκάνη, παγετωνικής προέλευσης, έχει ακανόνιστο σχήμα, ενώ τα δύο τρίτα της έκτασής …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Σοάβε, Φραντσέσκο — (Soave). Ιταλός παιδαγωγός και συγγραφέας (Λουγκάνο 1743 Παβία 1806). Δίδαξε στο Μιλάνο, στο γυμνάσιο της Μπρέρα. Επειδή δημοσίευσε ένα κείμενο κατά της Γαλλίας αναγκάστηκε να φύγει στο Λουγκάνο, όπου είχε για μαθητή τον Α. Μαντζόνι. Ως… …   Dictionary of Greek

  • ιν — (Ιnn, λατ. Aenus). Ποταμός (515 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, παραπόταμος του Δούναβη. Πηγάζει κοντά στη λίμνη Λουγκάνο, στο καντόνι Γκραουμπίντεν της ανατολικής Ελβετίας. Κατά το πρώτο τμήμα του διαρρέει την ελβετική πεδιάδα Ενγκαντέν,… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • πάλμα — (Palma). Επώνυμο 2 Ιταλών ζωγράφων. 1. Γιάκοπο, ο Πρεσβύτερος (Σερίνα, [Μπέργκαμο] περ. 1480 – Βενετία 1528). Εργάστηκε στη Βενετία στα πρώτα χρόνια του 16ου αι. και επηρεάστηκε από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής (Τζοβάνι Μπελίνι,… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Βάιντεν, Ρότζερ — (Roger Van der Weyden, Τουρνέ περ. 1400 – Βρυξέλλες 1464). Φλαμανδός ζωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ροζέ ντε λα Παστίρ (Roger de la Pasture), και το Β.ν.Β. είναι η μετάφραση στα φλαμανδικά. Γιος μαχαιροποιού, άρχισε να εργάζεται στη… …   Dictionary of Greek

  • Βαρλάμος, Γιώργος — (Πάρος 1922 –). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ και δάσκαλός του ήταν ο Γιάννης Κεφαλληνός, με τον οποίο έζησε συνολικά 14 χρόνια ως συνεργάτης. Στη δεκαετία του 1950 σπούδασε με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (χαρακτική… …   Dictionary of Greek

  • Γιάκοπο ντα Μοντανιάνα — (Jacopo da Montagnana, 1440; – 1499;). Ιταλός ζωγράφος. Στην Πάντοβα ήρθε σε επαφή (1458) με τους Μπελίνι, υπερίσχυσε όμως το δικό του ύφος, καθώς και οι επιδράσεις του Μαντένια, αφομοιωμένες με έναν τρόπο επαρχιακό, δίχως ωστόσο την απουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”